Σκεφτόμουν εδώ και καιρό να γράψω ένα κείμενο σχετικά με την επιλογή να γράψω αυτό το βιβλίο. Να δώσω απάντηση στην «πώς σου ήρθε;» ερώτηση, που έχει εξελιχθεί σε FAQ.
Πρέπει να πάω τουλάχιστον μια δεκαετία πίσω για να θυμηθώ πότε άρχισε να σκέπτομαι έντονα πλέον την ιδέα να δοκιμάσω να γράψω. Οι ιδέες που είχα από τότε ήταν πολλές. Άλλες για μυθιστόρημα, άλλες για καταγραφή αληθινών ιστοριών. Η πρώτη έδειχνε στα μάτια μου προτιμότερη επιλογή για μια σειρά από λόγους, που δεν είναι ώρα να αναλύσω.
Από την περασμένη άνοιξη άρχισαν να γυρίζουν στο κεφάλι μου δύο ιδέες για την συγγραφή ενός μυθιστορήματος πάνω στο ποδόσφαιρο, που είναι ο χώρος που ζω και αναπνέω από πιτσιρικάς και έχω παρατηρήσει επαγγελματικά εδώ και περίπου 16 χρόνια.
Κάπως έτσι έφτασα τον περασμένο Ιούνιο να κάνω την αρχή. Ηταν Κυριακή, στις 14 Ιουνίου, όταν κάθισα στο laptop και άρχισα να του διηγούμαι την ιστορία μου. Δεν ήθελα να σηκωθώ, να αφήσω το πληκτρολόγιο από μπροστά μου. Αρχισε η πιο ιδιαίτερη και πιο όμορφη συνάμα δραστηριότητά μου. Μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία, η οποία μου χάρισε στιγμές και συναισθήματα που δεν περίμενα. Πολύ πιο έντονη από τη συγγραφή ενός κλασσικού δημοσιογραφικού κειμένου, ενός ρεπορτάζ ή ενός άρθρου. Εχω γράψει εκατομμύρια λέξεις από το 1993, που άρχισα μαθητευόμενος στη Δημοσιογραφία. Αυτές οι περίπου 53 χιλιάδες λέξεις είναι οι πιο ιδιαίτερες που έγραψα ποτέ.
Περίπου 11 χρόνια πίσω, ένας συνάδελφός μου, τον οποίο θαυμάζω για την συγγραφική ικανότητά του, ο Αντώνης Πανούτσος διέκρινε σε εμένα μια ικανότητα να διηγούμαι ιστορίες. Ηταν ο δεύτερος, μετά τον Στέλιο Σοφιανό, ο οποίος με είχε ξεχωρίσει γι’ αυτό τον λόγο από την «παιδική ηλικία» μου στη δημοσιογραφία, πριν από περίπου 13 χρόνια στην «Αθλητική Ηχώ». Δεν ξέρω αν λέω καλά τις ιστορίες, αν πέτυχα να διηγηθώ καλά την ιστορία του Δημήτρη Αλεξάνδρου, του πρωταγωνιστή στο «Σκίσε το manual». Ξέρω όμως ότι πέρασα υπέροχα στη διάρκεια της διήγησης. Χαίρομαι πολύ που το δοκίμασα, δίχως να έχω βάλει στόχο, στη διάρκεια του καλοκαιριού, την έκδοση βιβλίου. Χάρηκα πολύ με τη διαπίστωση ότι οι πρώτοι αναγνώστες του, ο Γιώργος Καπουτζίδης, ο Στέλιος Σοφιανός και οι υπεύθυνοι των «Ελληνικών Γραμμάτων» με έπεισαν με την αντίδρασή τους ότι αυτή η ιστορία αξίζει τον κόπο να γίνει βιβλίο.
Δεν μου προκαλεί εντύπωση που η κυκλοφορία του βιβλίου έπεσε πάνω στην έναρξη της προσπάθειας της UEFA και των αρχών των προηγμένων κρατών να κυνηγήσουν αυτούς που στήνουν παιχνίδια. Νομίζω ότι αυτό το βιβλίο λύνει απορίες του μέσου Ελληνα ποδοσφαιρόφιλου. Με ικανοποιεί αφάνταστα η διαπίστωση ενός συγγενή μου, ότι θα ήταν καλό αυτό το βιβλίο να πέσει στα χέρια παιδιών που πηγαίνουν και σκοτώνονται στα γήπεδα, σε επεισόδια για χάρη του ονόματος των ομάδων που υποστηρίζουν. Μπορεί να βοηθήσει το manual ώστε να γλιτώσουν ορισμένα από αυτά.
Την Τρίτη 11 Αυγούστου, την ημέρα που είχα πλέον σκίσει το manual, ένιωσα πάρα πολύ καλά. Τα είχα βγάλει όλα από μέσα μου. Όπως έγραψα στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, «η ιστορία αυτή είναι ένας κακός εφιάλτης, τον οποίο ήθελα εδώ και χρόνια να μοιραστώ με τους αναγνώστες των κειμένων μου και τους ακροατές των εκπομπών μου. Με τους Ελληνες που λατρεύουν το ποδόσφαιρο. Ενας κακός εφιάλτης, από τον οποίο ευχόμουν κάθε φορά να ξυπνήσω». Εύχομαι το τέλος της ανάγνωσής του manual να σας αφήσει με ένα «άξιζε τον κόπο που το διάβασα» συναίσθημα. Καλή ανάγνωση!