Αυτό το καλοκαίρι έκανα ένα «φάουλ». Δεν πρότεινα πολλά βιβλία προς ανάγνωση. Κι αυτό συνέβη αφενός επειδή είχα την περιπέτεια της αποχώρησής μου από την «Εξέδρα» και αφετέρου επειδή δεν ήταν πολλά τα βιβλία που έπεσαν στα χέρια μου και με έπεισαν ότι πρέπει να σας τα προτείνω. Μέχρι την επόμενη φορά, που θα επανέλθω με μια γεμάτη λίστα, μπορείτε να κάνετε ένα πρόχειρο search στο blog και να βρείτε αυτά που έκρινα ότι αξίζει να σας προτείνω προς ανάγνωση. Σε αυτά θα συμπληρώσω ένα, το οποίο με έκανε να νιώσω πολύ τυχερός που το έκανα κτήμα μου.
Το «Bella Ciao» του Θανάση Σκρουμπέλου δεν είχε πέσει στα χέρια μου, μολονότι ταξιδεύει από το 2005. Είχε κυκλοφορήσει από τα «Ελληνικά Γράμματα», που δεν υπάρχουν πια. Νομίζω όμως ότι δεν θα δυσκολευτείτε να το βρείτε στα ψηφιακά βιβλιοπωλεία ή ξεχασμένο στο ράφι του ενός συνοικιακού βιβλιοπωλείου. Κάπως έτσι, με τον δεύτερο τρόπο, έπεσε στα χέρια μου. Ευτυχώς για μένα…
Από πιτσιρίκος άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί δεν μου μιλούσε κανείς από τους μεγαλύτερους για τον Εμφύλιο, γιατί δεν έβρισκα την ιστορία στα βιβλία του σχολείου. Στη διαρκή προσπάθεια αναζήτησης που κάνω χρόνια τώρα για να μάθω και να καταλάβω καλύτερα όλα όσα της συνέβησαν της Ελλάδας στη διάρκεια εκείνων των χρόνων, είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού τα βιβλία – βοηθήματα που ανακάλυψα. Και βάζω πολύ ψηλά σε αυτή τη λίστα το «Bella Ciao». Το μυθιστόρημα του Θανάση Σκρουμπέλου στηρίζεται σε αυθεντικά ντοκουμέντα, αλλά δεν είναι απλώς μια ιστορία για τα κακοποιημένα παιδιά του Εμφυλίου, ούτε ακόμη μια μαρτυρία για τον Εμφύλιο. Είναι πραγματικά ένας αυθεντικός πίνακας εκείνης της εποχής, που φωτίζει τη σκοτεινή πλευρά της. Νιώθω ειλικρινά πολύ τυχερός που ήταν αυτό το βιβλίο η παρέα μου στις φετινές διακοπές μου. Και σας το προτείνω ανεπιφύλακτα. Διότι το θεωρώ από τα βιβλία που όχι απλώς αξίζει, αλλά από αυτά που πρέπει να διαβάσει κανείς.