Είναι στιγμές που με
βρίσκουν να δοκιμάζω την υπομονή και
τις αντοχές μου, όταν διαπιστώνω πόσο
δηλητηριασμένα είναι τα μυαλά
ποδοσφαιρόφιλων, που διαβάζουν κείμενα
με διάθεση μόνο να αρπαχτούν, να
φανατιστούν, να “την πουν”, στον συντάκτη
του κειμένου ή σε κάποιον που έχει
σχολιάσει ένα κείμενο. Δίχως καμιά
διάθεση να κατανοήσουν, να προβληματιστούν,
να εμβαθύνουν, να προχωρήσουν τον
συλλογισμό, να διαφωνήσουν δημιουργικά.
Δίχως καμιά απολύτως ανησυχία για να
μάθουν, να αμφισβητήσουν, να αναθεωρήσουν,
να κάνουν ουσιαστικό και δημιουργικό
διάλογο.
Συμπεριφέρονται ως
αναγνώστες ακριβώς όπως συμπεριφέρονται
ως οδηγοί, που κοιτάζουν στο φανάρι τον
μπροστινό, τον πίσω ή τον διπλανό
αναζητώντας μια αφορμή για τσαμπουκά,
για μπινελίκια. Κι όλη αυτή η συμπεριφορά
εκδηλώνεται σήμερα πιο πολύ από ποτέ,
χάρη στα social media, που
δίνουν σε ένα σωρό τέτοιους την ευκαιρία
να εκτονωθούν.
Ευτυχώς για
την ψυχική υγεία και ισορροπία μου, όλοι
αυτοί είναι ισχνή μειοψηφία του κοινού
στο οποίο απευθύνομαι, του κοινού που
διαβάζει/ακούει τακτικά τον δημοσιογραφικό
λόγο μου. Ευτυχώς είναι συντριπτική
πλειοψηφία όλοι αυτοί που με τα μηνύματα,
τα σχόλια, την δημιουργική διαφωνία
τους, τον εμπλουτισμένο από τεκμηριωμένα
επιχειρήματα λόγο ή αντίλογό τους μου
δίνουν πολύ κουράγιο και με πείθουν ότι
αξίζει τον κόπο να συνεχίζω να ασχολούμαι
και να μη τα αφήνω όλα να πέφτουν κάτω,
να περνούν στα ψιλά, ή στα μουγκά και
στα μουλωχτά.
Αφορμή για
όλα αυτά, τα οποία συχνά πυκνά νιώθω την
ανάγκη να μοιράζομαι, ήταν ορισμένα εκ
των σχολίων που διάβασα μετά από αυτό
το κείμενο (πάτα εδώ) που μιλά για την
κατάντια του ελληνικού ποδοσφαίρου με
την ευκαιρία της αναμενόμενης άφιξης
του Κλαούντιο Ρανιέρι. Το 20% αυτών που
μου έστειλαν μήνυμα ή σχολίασαν το
κείμενο στο gazzetta και στα social media δεν
κατάλαβε καν τι γράφω και τι προσπαθώ
να πω. Και δεν είναι μικρό το 20%...