Το Spotlight το
είχα “σημαδέψει” από την πρώτη στιγμή
που έμαθα την ύπαρξή του, διότι ήθελα
πολύ να δω την κινηματογραφική απόδοση
μιας ιστορίας μεγαλείου της ερευνητικής
δημοσιογραφίας. Ετυχε να την δω μετά
την απονομή των Οσκαρ, με την προσδοκία
ότι θα πρόκειται για μια επιτυχημένη
απόπειρα μεταφοράς της ιστορίας στο
σινεμά. Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος για
αυτό το σημείωμα. Γράφω κυρίως για να
υπογραμμίσω τη στιγμή της ανάδειξής
της σε καλύτερη ταινία, που είναι μια
συγκυρία γεμάτη από ειρωνεία για την
ελληνική δημοσιογραφία. Η ταινία κερδίζει
το Οσκαρ και προβάλλεται στις ελληνικές
αίθουσες στην εποχή που έχει πεθάνει η
ελληνική ερευνητική δημοσιογραφία.
Φυσικά δεν
αναφέρομαι μόνο στην αθλητική
δημοσιογραφία. Αλλά όχι απλώς δεν την
εξαιρώ από τη συζήτηση, την βάζω στην
πρώτη γραμμή. Η αθλητική δημοσιογραφία
ζει την χειρότερη εποχή της στην Ελλάδα,
ή τουλάχιστον στην περίοδο των τελευταίων
23 ετών που τη ζω από μέσα. Και δυστυχώς
δεν έχει πεθάνει μόνο η ερευνητική
δημοσιογραφία. Πεθαίνουν το ένα πίσω
από το άλλο όλα τα μέλη του οργανισμού
της αθλητικής δημοσιογραφίας.
Αν είσαι
πιτσιρικάς και θέλεις να κάνεις αυτή
τη “δουλειά”, θα σου πω όσα σου έλεγα
σε ένα προηγούμενο σημείωμα, για το
“Kill the messenger”: να
δεις οπωσδήποτε το Spotlight,
για να ανακαλύψεις την
μαγεία και την ευλογία της ερευνητικής
δημοσιογραφίας. Είναι μια ταινία που
όλους εμάς που λειτουργούμε στην
δημοσιογραφία (θα έπρεπε να) μας ταρακουνά.
Μια ταινία που θα πρεπε να μας κάνει να
ντρεπόμαστε για το επίπεδο της
δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, για την
ποιότητα, την ηθική και την ακεραιότητα
της δημοσιογραφίας μας.